νεοσχολαστικός

νεοσχολαστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοσχολαστικισμό
2. το αρσ. ως ουσ. ο νεοσχολαστικός
ο οπαδός τού νεοσχολαστικισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεοσχολαστικισμός — ο [νεοσχολαστικός] φιλοσοφική και παιδαγωγική κίνηση η οποία εμφανίστηκε στα μέσα τού 19ου αιώνα στον κύκλο τών καθολικών λογίων και που αποσκοπούσε στην επανεκτίμηση τών μεθόδων και τού τρόπου διδασκαλίας τού μεσαιωνικού πανεπιστημιακού δασκάλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”